κοποῖ

κοποῖ
κοπιάω
to be tired
pres ind pass 2nd sg (epic)
κοπόω
weary
pres ind mp 2nd sg
κοπόω
weary
pres opt act 3rd sg
κοπόω
weary
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόποι — κόπος striking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλάλι — (λ. τουρκ.), άκλ. 1. ό,τι αναγνωρίζεται ότι κατέχεται ή παίρνεται από κάποιον επάξια: Μου ραψε ένα ωραίο παντελόνι, χαλάλι του τα λεφτά. 2. φρ., «Χαλάλι να σου γίνει», δε σου κρατώ κακία. 3. φρ., «Οι κόποι μου πήγαν χαλάλι», οι κόποι μου δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • отъсѣщьникъ — ОТЪСѢЩЬНИК|Ъ (1*), А с. Тот, кто отказывается, отстраняется от чего л.: нѣции суть постьници и наставници. и и [вм. инии] бл҃гочиннии вздержьници труду. сут же и бьдѣнию ѿсѣщници (οἱ τῆς ἀγρυπνίας κόποι!) ФСт XIV/XV, 190в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • DEGRADATIO — I. DEGRADATIO in Communione Romana, Depositione longe gravior, est poena Ecclesiastica, quâ Clericus, oblatis ordinis Insignibus, ab Episcopo, coram Iudice Saeculari, cui postmodum traditur, privatur titulo Clericali: Episcopis vero degradatis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

  • κόπια — (I) η (Μ κόπια) πανομοιότυπο εγγράφου, εντύπου ή ζωγραφικού έργου, αντίτυπο, αντίγραφο νεοελλ. 1. το αντιγραφικό πιεστήριο, το μηχάνημα που βγάζει αντίγραφα 2. καθετί που απομιμείται κάτι 3. εμπορικό βιβλίο που περιέχει αντίγραφα επιστολών.… …   Dictionary of Greek

  • πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ …   Dictionary of Greek

  • σίδερο — το, Ν 1. ο σίδηρος 2. συνεκδ. α) κάθε όργανο, εργαλείο, σκεύος ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτό το μέταλλο (α. «τα σίδερα τού μπαλκονιού [ή τής αυλής ή τής σκάλας]» το σιδερένιο κιγκλίδωμα, τα σιδερένια κάγκελα β. «το σίδερο τής πόρτας» …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”